τυλώνω — τυλώνω, τύλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυλώνω — τύλωσα, τυλώθηκα, τυλωμένος 1. γεμίζω εντατικά, παραγεμίζω: Την τύλωσε (ενν. την κοιλιά του). 2. κάνω κάποιον έγκυο, γκαστρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] … Dictionary of Greek
τυλώ — όω, ΜΑ βλ. τυλώνω … Dictionary of Greek
τύλωμα — το, ΝΜΑ [τυλῶ, ώνω] το αποτέλεσμα τού τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος νεοελλ. υπερπλήρωση, παραγέμισμα τής κοιλιάς με φαγητά αρχ. το πέλμα τού ποδιού … Dictionary of Greek
τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… … Dictionary of Greek
καργάρω — κάργαρα και καργάρισα, καργαρίστηκα, καργαρισμένος (λ. ενετ.) 1. γεμίζω κάτι έως επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω: Μην καργάρεις τα ποτήρια. 2. σφίγγω κάτι δυνατά: Κάργαρέ το το σκοινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)